- θεληταί
- θελητήςone who willsmasc nom/voc plθελητόςwished forfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοθελήτες — οι (Μ μονοθελῆται) εκκλ. οι οπαδοί τής αίρεσης τού μονοθελητισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θελῆται, πληθ. τού θελητής < θέλω] … Dictionary of Greek